Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΤΣΑ







ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
 








Βιογραφικό σημείωμα Κώστα Βουτσά

Ο Κώστας Βουτσάς γεννήθηκε στον Βύρωνα Αττικής το 1931. Λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων του πατέρα του, όμως, μετά από λίγα χρόνια η οικογένειά του μετακομίζει στη Θεσσαλονίκη, η οποία παίζει ουσιαστικά τον ρόλο της γενέτειρας πόλης, μια και σ’ αυτήν περνά τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια. Πηγαίνει στο Β΄ Γυμνάσιο Αρρένων, απ’ όπου αποφοιτά το 1950. Μετά την αποφοίτησή του γράφεται στη δραματική σχολή του Μακεδονικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, αλλά ήδη από τα μαθητικά του χρόνια έχει αναπτύξει τις πρώτες του επαφές με το θέατρο. Μέχρι το 1957 θα συμμετέχει σε διάφορα μπουλούκια δίνοντας θεατρικές παραστάσεις στην ελληνική επαρχία, αλλά θα εργαστεί, επίσης, και στο Στρατιωτικό Θέατρο Θεσσαλονίκης, όπου θα τον ανακαλύψει το έμπειρο μάτι της Καλής Καλό που θα τον πάρει μαζί της στον μουσικό της θίασο.

Τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα είναι δύσκολα για τον νεαρό ηθοποιό. Μετά από πολύ προσπάθεια θα κερδίσει ένα μικρής έκτασης σόλο ρόλο και μέσω αυτού την προσοχή κοινού και κριτικών. Έτσι αρχίζει σταδιακά να γίνεται περιζήτητος, να δέχεται προτάσεις για συμμετοχή σε παραστάσεις και ταινίες και κατακτά την αναγνώριση, όχι μόνο κοινού και κριτικών αλλά και των ίδιων των συναδέλφων του.

Όσον αφορά τη θεατρική του πορεία, μετά τον θίασο της Καλής Καλό συμμετέχει στους επιθεωρησιακούς-μουσικούς θιάσους του «Ακροπόλ» και του «Μπουρνέλη», ενώ από το 1962 τον συναντάμε δευτεραγωνιστή στους θιάσους των Ρηγόπουλου-Αναλυτή και της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Το 1964 εμφανίζεται για πρώτη φορά ως συνθιασάρχης και το 1972 για πρώτη φορά ως θιασάρχης, με το έργο «Ο άγουρος και το τρελλοκόριτσο». Το 1987, στο έργο «Θεέ μου, τι τρελλή, τρελλή οικογένεια», εκτελεί για πρώτη φορά καθήκοντα σκηνοθέτη.

Σταθμοί στη θεατρική πορεία του Κώστα Βουτσά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν οι παραστάσεις «Όποιος κλέβει ένα πόδι κερδίζει στην αγάπη» του Ντάριο Φο το 1977, οι μεγάλες του επιτυχίες «Κουνενές» το 1978 και «Ένα αγκάθι στο κρεβάτι μου» το 1980, η οποία είναι και η εμπορικότερη παράσταση που έχει ανεβάσει. Επίσης, οι «Θεσμοφοριάζουσες» το 1985, με τις οποίες για πρώτη φορά παίζει Αριστοφάνη και μάλιστα στο Ηρώδειο, αλλά και η «Τούτσι», όπου, ενώ σαν Μάικλ παίζει έναν χαρακτήρα αρκετά τυποποιημένο σε σχέση με όσους είχε ερμηνεύσει έως τότε, σαν Τούτσι κάνει μια συγκλονιστική αλλαγή, όχι μόνο στην εμφάνιση αλλά και στη συμπεριφορά, την κίνηση και τον λόγο, συγκεντρώνοντας επαινετικά σχόλια από τους πιο δύσκολους κριτικούς. Το 1987 με το «Μοντέρνο θέατρο και τις «Σφήκες» κατακτά και την Επίδαυρο, όπου θα επανέλθει το 1991 με τους «Όρνιθες» για να σημειώσει την 5η πιο επιτυχημένη εισπρακτικά παράσταση στο αργολικό θέατρο. Αξιοσημείωτες είναι επίσης οι παρουσίες του σε έργα του Μολιέρου, κυρίως στον «Αρχοντοχωριάτη» σε συνεργασία μάλιστα με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Συνολικά ο Κώστας Βουτσάς έχει παίξει σε 125 θεατρικά έργα, έχοντας πρωταγωνιστήσει στα 74 απ’ αυτά και έχοντας αναγκάσει τον Κώστα Γεωργουσόπουλο να τον χαρακτηρίσει «ιερό τέρας» της κωμωδίας.

Ο Κώστας Βουτσάς από το 1953 έως το 2009 έχει εμφανιστεί σε 79 ταινίες. Στις πρώτες χρονικά απ’ αυτές τον συναντάμε σε απλά περάσματα ή σε δεύτερους ρόλους, για να ανέλθει σταδιακά –κυρίως με τα μιούζικαλ του Δαλιανίδη- σε συμπρωταγωνιστικούς ρόλους, ενώ το 1965 γυρίζεται η πρώτη ταινία με πρωταγωνιστή τον ίδιο. Συνολικά έχει πρωταγωνιστήσει ή έχει συμπρωταγωνιστήσει σε 50 περίπου ταινίες, ενώ έχει, επίσης, πρωταγωνιστήσει σε μία τηλεταινία, σε 25 βιντεοταινίες και σε 13 τηλεοπτικές σειρές.

Ταξινομώντας τους χαρακτήρες που έχει ενσαρκώσει, τον συναντάμε σαν τέντυ-μπόυ, σαν υπάλληλο, σαν επαρχιώτη, σαν άνθρωπο που εμφανίζεται στη θέση κάποιου άλλου, σαν σύζυγο ή εραστή, ενώ θα παίξει και ιδιωματικούς ρόλους διαπρέποντας σαν Κωνσταντινουπολίτης ή Θεσσαλονικιός. Μεγαλύτερη εισπρακτικά επιτυχία του είναι η «Νύχτα γάμου», αλλά η κορυφαία, ίσως, στιγμή της καριέρας του έρχεται με την ταινία του Βασίλη Βαφέα «Ο έρωτας του Οδυσσέα» το 1984, με την οποία βραβεύεται στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και ταυτόχρονα εισέρχεται στον χώρο του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, όντας μαζί με τον Θανάση Βέγγο ως οι μοναδικοί κωμικοί της γενιάς τους που δίνουν συνέχεια στις κινηματογραφικές καριέρες τους, παίζοντας τις δύο τελευταίες δεκαετίες σε ταινίες του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου.

Αν αναλογιστούμε ότι η πρώτη σκηνική εμφάνιση του Κώστα Βουτσά καταγράφεται με τη συμμετοχή του σε περιοδεύοντα θίασο το 1948 («Bella Grecia»), οι πρώτες κινηματογραφικές του συμμετοχές το 1953 (ως κομπάρσος) στην ταινία «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται» και το 1958 (ως ηθοποιός) στην ταινία «Η κυρά μας η μαμμή» και η πρώτη του τηλεοπτική το 1973 («Ονειροπαρμένος»), διαπιστώνουμε ότι φέτος συμπληρώνει 65 χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας στο θέατρο, 60 στον κινηματογράφο και 40 στην τηλεόραση. Χάρη σ’ αυτή τη μακρόχρονη και σημαντικότατη καριέρα στα θεατρικά και κινηματογραφικά δρώμενα της χώρας, είναι ο μοναδικός ηθοποιός για το έργο του οποίου έχει εκπονηθεί μονογραφία που διδάσκεται στο πανεπιστήμιο.

Τελειώνοντας, νομίζω ότι πρέπει να παραδεχτούμε πως ο τιμώμενος σήμερα είναι αναμφισβήτητα ο πιο αναγνωρίσιμος απόφοιτος του σχολείου μας.
 
Γιώργος Συνεφάκης
Πρόεδρος του ΙΚΤΙΝΟΣ (Συλλόγου αποφοίτων 2ου Γυμνασίου-Λυκείου Θεσσαλονίκης)
Για τον Κώστα Βουτσά
 
Νοιώθει κανείς αμηχανία να πει μόνο δυό λόγια για ένα ιερό τέρας της σκηνής και του πλατώ, όπως είναι ο Κώστας Βουτσάς. Και πώς να κλείσεις μέσα σε δυό λόγια 60 και πλέον χρόνια μάχιμου θεάτρου και κινηματογράφου;
Θα προσπαθήσω να είμαι πολύ συνοπτικός πάντως στον χαιρετισμό μου.
Ο Κώστας Βουτσάς, εκτός από το μεγαλύτερο προσόν του, που είναι να είναι απόφοιτος του Σχολείου μας, είναι και ένας ηθοποιός φτιαγμένος από γνήσια λαϊκή στόφα, διέπεται από μία αμεσότητα λόγου, από μία εκφραστική ευφράδεια αλλά όχι φλυαρία, από μία πληθωρική κινητικότητα, από μία μεγάλη ερμηνευτική ευχέρεια, από μία εφευρετική παραστατικότητα.
Ο Κώστας Βουτσάς δεν ήταν ποτέ το πρότυπο του σταρ του ερωτικού πάθους της εποχής του. Κατά βάση τους σατύριζε και τους ειρωνεύονταν αυτούς τους ήρωες ως καρικατούρα τους. Ο Κώστας Βουτσάς ανήκει στους αντιήρωες, όπου προέχει η αφέλεια, η αθωότητα, το αίσθημα της οικειότητας, της κοινωνικής θαλπωρής. Οι ρόλοι του είναι κατά κόρον εκείνοι του θύματος και του αποδιοπομπαίου τράγου. Δημιουργεί μία γλαφυρή σύγχυση πάντα, μεταξύ της αστειότητας και της τραγικότητας, μεταξύ του τρυφερού αυτοσαρκασμού και του υποκριτικού ηθικοπλαστικού λόγου.
Ο Κώστας Βουτσάς ερμήνευσε πικάντικα και φαιδρά πρόσωπα, αλλά πάντα διατήρησε ένα μέτρο στη χάραξη της ανθρώπινης συμπεριφοράς, με περιορισμένες εκρήξεις σπασμωδικότητας και με μία τρυφερότητα λαϊκή που συνεπαίρνει και συγκινεί. Ο Κώστας Βουτσάς δημιούργησε με το ένστικτό του και προσέφερε μία διαχρονική κοινωνική ευθυμία, απέναντι σε ένα διαχρονικό κοινό, με γούστα και κριτήρια που μεταβάλλονταν διαρκώς κατά τη διάρκεια της υπερεξηκονταετούς θητείας του στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, αφού μεταβάλλονταν και οι γενεές των θεατών και θαυμαστών του.
Ο Κώστας Βουτσάς όμως, είναι μία πολυσχιδής προσωπικότητα. Δεν είναι μόνον ο κωμικός Βουτσάς. Ο άνθρωπος για του οποίου το υποκριτικό στίγμα γράφτηκαν ειδικοί ρόλοι από σεναριογράφους της μεταπολεμικής φαρσοκωμωδίας, υπήρξε ικανότατος και σε άλλου ύφους παραστάσεις, όπου υποδύθηκε με μεγάλη επιτυχία και ρόλους εγκεφαλικούς. Δεν είναι τυχαίο το 1ο βραβείο του φεστιβάλ κινηματογράφου το 1984 για την ταινία του Βασίλη Βαφέα «Ο έρωτας του Οδυσσέα», ή οι «Θεσμοφοριάζουσες» το 1985 στο Ηρώδειο, ή η τηλεταινία Κρουαζιέρα στον Παράδεισο» του Παύλου Τάσιου το 1986. Υπηρέτησε ως λαοφιλής πρωτοκλασάτος κωμικός, τον Αριστοφάνη, τον Μολιέρο και όχι μόνον. Τα λόγια του Βασίλη Βαφέα για τον Βουτσά, νομίζω τα λένε όλα: «Ο λόγος του Βουτσά είναι το κορμί του και το κλειδί στην ερμηνεία του είναι η κίνησή του».
Ο Κώστας Βουτσάς χάρισε άφθονο γέλιο στον κόσμο, σε εποχές που όχι μόνο το γέλιο, αλλά ούτε ακόμη και το χαμόγελο δεν περίσσευε. Και ο κόσμος του έδωσε ως αντίδωρο, το πηγαίο του χειροκρότημα και την αγάπη του.
Τελικά όμως κύριε Κώστα Βουτσά, καταφέρατε κάτι πολύ δύσκολο. Καταφέρατε να μην σας αγαπάμε επειδή μας κάνετε να γελάμε, ούτε μας κάνετε να γελάμε, επειδή σας αγαπάμε. Μας κάνετε να νοιώθουμε ότι είστε ένας δικός μας άνθρωπος, ένα πολύ οικείο μας πρόσωπο, ένας δικός μας αγαπητός συγγενής.
Καταφέρατε να μας κάνετε καί να σας αγαπάμε καί να γελάμε.
Κι αυτό είναι νομίζω μια μεγάλη καταξίωση σε μια εποχή, όπου όλα είναι εφήμερα και αναλώσιμα. Εκεί όπου η μνήμη δεν περισσεύει για κανέναν, εσείς έχετε αποτυπωθεί ανεξίτηλα στη μνήμη του κόσμου, έχετε περάσει πλέον στη σφαίρα του κλασσικού, εκεί όπου κανείς δεν σας ξεχνάει και κανείς δεν θα σας ξεχάσει ποτέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου